Είτε βραδιάζει
είτε φέγγει
μένει λευκό
το γιασεμί.
Γιώργος Σεφέρης
Είτε βραδιάζει
είτε φέγγει
μένει λευκό
το γιασεμί.
Γιώργος Σεφέρης
Τριαντάφυλλο σγουρό
Χαϊδεμένο λουλουδάκι
πόσο πόσο λαχταρῶ
νὰ σοῦ πάρω ἕνα φιλάκι.
Μὰ ἡ κυρὰ τριανταφυλλιὰ
ἔχει ἀγκάθια κι ἀγκυλώνει
κι ὅποιος κλέφτει τὰ φιλιὰ
ἀκριβὰ τῆς τὰ πληρώνει.
Δι᾿ αὐτὸ μὴ φοβηθῇς,
σὰν καλὸ παιδὶ ὁποῦ ῾μαι,
ὅταν βλέπω πῶς ἀνθεῖς
σ᾿ ἀγαπῶ καὶ εὐχαριστοῦμαι.
Γιατὶ ἔχεις μία πνοὴ
ποὺ τὲς γειτονιὲς μυρώνει
κ᾿ ἔχεις βράδυ καὶ πρωῒ
γιὰ τραγουδιστὴ ἕν᾿ ἀηδόνι.
Γεώργιος Βιζυηνός
Χάθηκε αυτός ο οδοιπόρος.
Είχε συνάξει λίγα φύλλα
ένα κλαδί γεμάτο φως
είχε πονέσει.
Και τώρα χάθηκε…
Αγγίζοντας αληθινά πουλιά στο έρεβος
αγγίζει νέους ουρανούς
η προσευχή του μάχη.
Έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο.
Ι
Τρυφερή ιτιά,
σχεδόν χρυσή, σχεδόν κεχριμπαρένια
σχεδόν φως…
VI
Σβόλοι από λάσπη οι βάτραχοι
διασχίζουν το σκιερό το μονοπάτι
με πηδήματα…
VIII
Παλινόρθωσε στο γυμνό κλαδί,
νυχτερινή πεταλούδα,
τα ξερά φύλλα των φτερών σου.
Πέταλα πέφτουν στην πηγή
πορτοκαλιά φύλλα από ρόδα
Και η ώχρα τους κολλάει πάνω στην πέτρα.
Να χα την υπομονή σου όμορφό μου σαλιγκάρι,
πιο αργό κι από χελώνα μα, γλιστράς με τόση χάρη!
Στις κεραίες έχεις μάτια και στο κέλυφος στροφούλες,
σημαδεύεις με το σάλιο τις μικρές σου τις στρατούλες!
Το φαΐ σου φυλλαράκια κι η βροχούλα πως σ` αρέσει!
Να σου βρει μία κακία ποιος ποτέ θα το μπορέσει;
Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό ψωμί,
είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό,
ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι
έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω,
όμως και μία μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος.
κι αυτή μ’ ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε
κομμάτια γνήσιο ουρανό
κι όλοι τώρα τρέχαν σ’ αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί,
όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό!
Ας μην το κρύβουμε.
Διψάμε για ουρανό.
Φύλλα δέντρου
Φτερὰ πουλιοῦ
Ἄνεμος
Ἔπειτα θάλασσα
Κύματα
Χρόνος γαλάζιος
Ὁρίζοντες παντοῦ
Καὶ μπροστά μας
Ὁ οὐρανός
Ένα πουλί μέσα στις λεύκες
Είναι ο ήλιος
Τα φύλλα είναι μικρά κίτρινα ψάρια
Που κολυμπούν μες στο ποτάμι
Το πουλί τα ψαύει
Η μέρα ξυπνά μες στα φτερά του
Ο Φοίνικας!
Αυτός αφήνει μια μεγάλη ανταύγεια
Ανάμεσα στις λεύκες
Το τραγούδι του
Σβήνει τη λάμψη από το θρόισμα
Των φύλλων καθώς κροταλίζουν
Μες στον αγέρα.
.
Οι άσπρες λέξεις το τρώνε μεμιάς
Αποσυντίθεται
Χωρίς να είμαστε τίποτ’ άλλο παρά μόνο άνθρωποι, περπατήσαμε μέσ’ απ’ τα δέντρα
Φοβισμένοι, αφήνοντας τις λέξεις μας να είναι τρυφερές
Από φόβο μήπως ξυπνήσουμε τις κουρούνες,
Από φόβο μήπως έρθουμε
Αθόρυβα μέσα σ’ έναν κόσμο φτερών και κραυγών.
Αν ήμασταν παιδιά, ίσως να σκαρφαλώναμε,
Θα πιάναμε τις κουρούνες να κοιμούνται, και δεν θα σπάγαμε ούτε κλαράκι,
Και, μετά το μαλακό ανέβασμα,
Θα τινάζαμε τα κεφάλια μας πιο πάνω απ’ τα κλαριά
Για να θαυμάσουμε την τελειότητα των άστρων.
Πέρα απ’ τη σύγχυση, όπως συμβαίνει συνήθως,
Και τον θαυμασμό για όσα ο άνθρωπος γνωρίζει,
Πέρα απ’ το χάος θα ‘ρχόταν η μακαριότητα.
Αυτό, τότε, είναι ομορφιά, είπαμε,
Παιδιά που με θαυμασμό κοιτάζουν τ’ αστέρια,
Είναι ο σκοπός και το τέλος.
Χωρίς να είμαστε τίποτ’ άλλο παρά μόνο άνθρωποι, περπατήσαμε μέσ’ απ’ τα δέντρα.
Dylan Thomas